ομοθυμαδόν
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμοθυμαδόν)
επίρρ.
1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾶς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ)
2. μαζί με άλλους πολλούς
μσν.
κατά την ίδια χρονική στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. μοναδόν)].