παννυχίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A night-festival, vigil, Ar.Ra.371 (anap.), IG22.1199.22, MAMA3.50 (Cilicia), etc.; παννυχίδες θεᾶς E.Hel.1365 (lyr.); παννυχίδα στήσειν Hdt.4.76; ἀμφιέπειν Critias 1.8 D.; ποιεῖν Pl.R. 328a, IG22.334.30; παννυχίδας ἐπιτελεσθείσας Hdn.3.8.10.
II watching all night, vigil, S.El.92 (anap.).

German (Pape)

[Seite 461] ίδος, ἡ, ein nächtliches Fest, eine Nachtfeier; ἀνεγείρετε μολπὴν καὶ παννυχίδας, Ar. Ran. 370; u. eben so im plur., Eur. Hel. 1381; παννυχίδα στήσει, Her. 4, 76; ποιεῖν, θεάσασθαι, Plat. Rep. I, 328 a u. Sp.; des Adonis, Diosc. 9 (V, 193); vgl. Ep. ad. 111. 112 (V, 200. 201); – das Nachtwachen des Trauernden, Soph. El. 92.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 fête de nuit;
2 durée d'une nuit.
Étymologie: πᾶν, νύξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παννυχίς -ίδος, ἡ [πᾶς, νύξ] nachtelijk feest, nachtelijk ritueel:; παννυχίδες θεᾶς nachtelijke feesten voor de godin Eur. Hel. 1365; παννυχίδα ἱστάναι een nachtelijk feest instellen Hdt. 4.76.3; overdr.. τὰ... παννυχίδων κήδη de rituelen van nachtelijke jammerklachten Soph. El. 92.

Russian (Dvoretsky)

παννυχίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 ночное празднество (παννυχίδα στήσειν Her. и ποιεῖν Plat.; κῶμοι καὶ παννυχίδες Plut.): παννυχίδες θεᾶς Eur. ночные торжества в честь богини;
2 бессонная ночь: τὰ παννυχίδων Soph. скорбь бессонных ночей.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰννυχίς: -ίδος, ἡ, ἑορτὴ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς τελουμένη, ἀγρυπνία, Λατ. pervigilium, παννυχίδες θεᾶς Εὐρ. Ἑλ. 1365· παννυχίδα στήσειν Ἡρόδ. 4. 76· ἀμφέπειν Κριτίας παρ’ Ἀθην. 600Ε· ποιεῖν Πλάτ. Πολ. 328Α· ἐπιτελεῖν Ἡρωδιαν. 3. 8· - πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 371. 2) παρ’ Ἐκκλ., ἡ ἑσπέρα ἡ πρὸ τῆς ἑορτῆς, «ἀγρυπνία». ΙΙ. ή δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἐν ἀγρυπνίᾳ φυλακή, Σοφ. Ἠλ. 92.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, ΜΑ
βλ. παννυχίδα.

Greek Monotonic

παννῡχίς: -ίδος, ἡ (νύξ
I. γιορτή που γίνεται τη νύχτα, αγρυπνία, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. επιφυλακή καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, αγρυπνία, σε Σοφ.

English (Woodhouse)

(see also: παννύχιος) night festival, nightly festival

Mantoulidis Etymological

(=γιορτή πού κρατάει ὅλη τή νύκτα). Ἀπό τό πᾶς + νύξ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.