παννυχίδα

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

η / παννυχίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. ολονύχτια διασκέδαση, εορτή ή άλλη δραστηριότητα που διαρκεί όλη τη νύχτα
2. εκκλ. ακολουθία η αποία διαρκεί όλη τη νύχτα και γίνεται την παραμονή εορτής ή έπειτα από θεομηνία κατά ορισμένο λειτουργικό τυπικό, αγρυπνία, ολονυκτία
αρχ.
1. νυκτερινή φρούρηση
2. νυκτερινή υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θ. νυχ- (βλ. λ. νυχτα) + κατάλ. -ις, -ίδος].