παρακατάκειμαι

English (LSJ)

Pass., lie beside or near, esp. at meals, τινι X.Cyr. 2.2.28, Pl.Ep.360b, etc.

German (Pape)

[Seite 481] (s. κεῖμαι), daneben od. dabei liegen, bes. zu Tische; Xen. Cyr. 2, 2, 28; Plat. ep. XIII, 360 b; Sp.; τινί

French (Bailly abrégé)

être couché, être à table auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κατάκειμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κατάκειμαι aanliggen naast iem., met dat.

Russian (Dvoretsky)

παρακατάκειμαι: возлежать (преимущ. за столом) рядом (τινι Plat., Xen.).

Greek Monolingual

Α
(ιδίως κατά το δείπνο) κάθομαι πλαγιαστά, κάθομαι δίπλα σε κάποιον («περιάγει τοῦτο τὸ μειράκιον τὸ παρακατακείμενόν σοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

παρακατάκειμαι: Παθ., βρίσκομαι δίπλα, τοποθετώ στο κρεβάτι μαζί, τινά τινι, σε Αισχίν., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακατάκειμαι: Παθ., κεῖμαι πλησίον, μάλιστα κατὰ τὸ δεῖπνον, Λατ. accumbere, τινι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, Πλάτ. Ἐπιστ. 360Α, κτλ.

Middle Liddell

Pass. to lie beside another at meals, Lat. accumbere, c. dat., Xen.