παραποίηση

Greek Monolingual

η / παραποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ παραποιώ
παράνομη, δόλια απομίμηση, νόθευση (α. «παραποίηση γραμματοσήμων» β. «παραποίηση νομίσματος» — παραχάραξη νομίσματος)
νεοελλ.
διαστρέβλωση, αλλοίωσηπαραποίηση της αλήθειας»)
μσν.-αρχ.
μικρή μεταβολή, ελαφρά αλλοίωση.