παραστάδα
Greek Monolingual
η / παραστάς, -άδος, ΝΑ
αρχιτ.
1. (στον εν. και πληθ.) τετράγωνη κολόνα χωρίς ραβδώσεις, κατασκευασμένη κατά την προέκταση του τοίχου σε καθεμιά από τις μακριές πλευρές ενός κτίσματος, οικίας ή ναού, προς την πρόσοψή του
2. τετράγωνη κολόνα στην οποία απολήγει τοίχος ή το τελείωμα ενός τοίχου στην πρόσοψη του οικοδομήματος, που παίρνει ορισμένη καλλιτεχνική μορφή ώστε να προσαρμόζεται στην διακόσμηση του κτηρίου
3. χώρος που βρίσκεται ανάμεσα στις παραστάδες, πρόναος ή είσοδος ναού ή σπιτιού
αρχ.
αυτό που στέκεται κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρίσταμαι (για το θ. σταδ πρβλ. στάδην, στάδιος), πρβλ. συ-στάς / -άδα].