παραφυλακή
English (LSJ)
ἡ, guard, garrison, Plb.2.58.1,4.17.9; πόλεως, etc., POxy.1033.7 (iv A.D.), etc.
II keeping securely, safeguarding, ἡ τῶν χρημάτων π. D.S.17.71, cf. Peripl.M.Rubr.19, POxy.2121.75 (iii A.D.); watchfulness, ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl.in CA10p.436M.
b police-duty or garrison-duty, Not.Arch.4.20 (Cyrene, Aug.).
2 observation, καιρῶν Hp.Ep.16.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, Wache dabei, D. Sic. 17, 71; Besatzung, Pol. 2, 58, 1; – Beobachtung dabei, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de veiller auprès ou sur ; garde, troupe de garde;
2 action d'observer.
Étymologie: παραφυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
παραφῠλᾰκή: ἡ
1 несение охраны, охрана (τῶν χρημάτων Diod.);
2 стража, гарнизон Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
παραφῠλᾰκή: ἡ, φυλακή, φρουρά, Πολύβ. 2. 58, 1., 4. 17, 9. ΙΙ. τὸ φυλάττειν ἀσφαλῶς, φρούρησις, ἡ τῶν χρημάτων π. Διόδ. 17. 71, κτλ. 2) παρατήρησις, καιρῶν Ἱππ. 1278. 54.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
1. η ασφαλής φρούρηση, η διαφύλαξη
2. η άγρυπνη προσοχή
3. φρουρά, φύλακες
4. το έργο και η υπηρεσία της αστυνομίας ή της φρουράς
5. βάρδια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελείται η φρούρηση
6. παρατήρηση.
Greek Monotonic
Middle Liddell
παραφῠλᾰκή, ἡ,
a guard, watch, garrison, Polyb. [from παραφῠλάσσω]