παραύξησις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A waxing, ἡμερῶν καὶ νυκτῶν Gem.6.29 (pl.); opp. μείωσις, Id.18.4; τῆς σελήνης Dsc. 5.141; φωτός Porph. ap. Eus.PE3.11, cf. Jul.Or.4.147b.
2 progressive increase of parallel series, Vett. Val.295.6.
3 metrical lengthening, φωνῶν S.E.M.1.126(pl.).
4 singing of high notes, ἡ παραυξήσεως φιλοτεχνία Antyll. ap. Orib.6.10.7.
5 Rhet., amplification, exaggeration, Quint.Inst.9.2.106.
German (Pape)
[Seite 505] Vermehrung, Vergrößerung durch daneben- od. darangesetzte Stücke od. Teile, Clem. Al. u. a. Sp.; Gegensatz von μείωσις, S. Emp. adv. log. 2, 58.
Russian (Dvoretsky)
παραύξησις: εως ἡ возрастание, увеличение, усиление (π. ἢ μείωσις Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
παραύξησις: ἡ, αὔξησις, τῆς σελήνης Διοσκ. 5. 159, κτλ.· κατὰ προσαύξησιν, διὰ προσθήκης, Κλήμ. Ἀλεξ. 457· - οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ παραύξη παρὰ Φίλωνι 1. 359· - ἐν τῷ πληθ., αὐξήσεις, παραυξήσεις φωνῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 126.
Greek Monolingual
-ἡσεως, ἡ, ΜΑ παραυξάνω
1. μεγέθυνση, αύξηση
2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση
3. αύξηση της εντάσεως
4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών
αρχ.
1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών
2. μετρική μήκυνση, έκταση
3. τραγούδημα σε ψηλούς τόνους
4. (ρητ.) η δείνωση, το να προσδίδει ο ρήτορας στόμφο στον λόγο.