παρερμηνεία

German (Pape)

[Seite 518] ἡ, falsche Auslegung (?), Sp., auch παρερμήνευμα.

Greek (Liddell-Scott)

παρερμηνεία: ἡ, κακὴ ἑρμηνεία, παρεξήγησις ἐκ τοῦ Θησαυρ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ή, ΝΑ παρερμηνεύω
εσφαλμένη ερμηνεία, παρανόηση, παρεξήγηση από γλωσσική ή άλλη άποψη (α. «παρερμηνεία λέξεως» β. «παρερμηνεία προθέσεως»)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από εσφαλμένη κρίση της σημασίας τών ερεθισμάτων που μεταβιβάζονται διά μέσου τών αισθητήριων οργάνων και που συνήθως καταλήγει σε συστηματικό παραλήρημα.