παρηβάω
English (LSJ)
A pf. παρήβηκα Th.2.44:—to be past one's prime, to be elderly, Hdt.3.53, Th. l.c., J.BJ7.8.7, Luc. Tim.2, etc.; π.τὸ σῶμα Longus 3.15: metaph., χρόνος παρήβησεν A.Ag.985 (lyr.).
2 metaph., lose strength, οἶνος Luc.Lex. 13.
II to be on the point of puberty, Gal.14.755.
German (Pape)
[Seite 520] über die Jugend oder das kräftigste Mannesalter hinaus sein, altern; παρήβησεν, Aesch. Ag. 958; γέρων ἤδη καὶ παρηβηκώς, Her. 3, 53, wie Thuc. 2, 44, ὅσοι δὲ παρηβήκατε; Sp., vgl. Luc. Tim. 2; auch von abgestandenem Weine, Lexiph. 13.
French (Bailly abrégé)
παρηβῶ :
pf. παρήβηκα;
n'être plus dans la force de l'âge, avoir perdu de sa force.
Étymologie: παρά, ἡβάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ηβάω, Ion. plqperf. 3 sing. παρηβήκεε, een dagje ouder worden; overdr..; χρόνος... παρήβησεν de tijd is grijs geworden Aeschl. Ag. 985; overjarig raken:. λάγυνον... παρηβηκότος een kruik met overjarige (wijn) Luc. 46.13.
Russian (Dvoretsky)
παρηβάω: терять юношескую силу, стариться, дряхлеть Aesch., Thuc.: γέρων καὶ παρηβηκώς Her. дряхлый старик; λάγυνος παρηβηκότος (sc. οἴνου) Luc. бутылка старого вина.
Greek Monotonic
παρηβάω: μέλ. -ήσω, παρακ. -ήβηκα· περνώ την ακμή της νιότης μου, γερνώ, μεγαλώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρηβάω: πρκμ. παρήβηκα Θουκ. 2. 44· ― παρέρχεται ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας μου, γίνομαι παρῆλιξ, γέρων ἤδη καὶ παρηβηκὼς Ἡρόδ. 3. 53, Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· λημᾷς δὲ καὶ ἀμβλυώττεις... καὶ τὰ ὦτα ἐκκεκώφωσαι καθάπερ οἱ παρηβηκότες Λουκιαν. Τίμ. 2, κλ.· π. τὸ σῶμα Λόγγος 3. 15· περὶ τοῦ ἀμφιβόλου χωρίου ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 985, ἴδε Ἕρμ. (950). 2) μεταφορ., χάνω ἰσχύν, δύναμιν, «εἰ μὴ καὶ τὸν πρεσβύτερον ὑπάξεται λόγον, οὗ τὰ λυττόντα πάθη παρήβηκε» Φίλων 1. 604, 32· οἶνος Λουκ. Λεξιφάν. 13.
Middle Liddell
fut. ήσω perf. -ήβηκα
to be past one's prime, to be growing old, Hdt., Thuc.