πατροφόνος
English (LSJ)
πατροφόνον,
A slaying a father, χείρ A. Th.783 (lyr.), μάτηρ E.Or. 193 (lyr.).
II Subst., parricide, Pl.Lg.869b.
German (Pape)
[Seite 537] den Vater mordend; gew. subst. ὁ πατρ., der Vatermörder, Plat. Legg. IX, 869 b u. öfter, D. C. 73, 13, adj., χείρ, Aesch. Spt. 765; Eur. verbindet auch πατροφόνου μητρός, Or. 193.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
meurtrier de son père ou du père de qqn.
Étymologie: πατήρ, πεφνεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροφόνος -ον [πατήρ, φόνος] (zijn) vader vermoordend; subst. ὁ πατροφόνος vadermoordenaar.
Russian (Dvoretsky)
πατροφόνος: II ὁ отцеубийца Plat.
отцеубийственный (χείρ Aesch.); убивающий или убивший отца (μήτηρ Eur.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που φονεύει τον πατέρα κάποιου («πατροφόνῳ χερί», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πατραλοίας, πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδροφόνος.
Greek Monotonic
πατροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει τον πατέρα του, σε Αισχύλ., Ευρ.· ως ουσ., πατροκτόνος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροφόνος: -ον, ὁ τὸν πατέρα φονεύων, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 783· μήτηρ Εὐρ. Ὀρ. 193. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πατραλοίας, Πλάτ. Νόμ. 869Β.
Middle Liddell
πατρο-φόνος, ον, [*φένω
parricidal, Aesch., Eur.:—as substantive a parricide, Plat.