πεδήτης

English (LSJ)

πεδήτου, ὁ, Pass.,
A one fettered, prisoner, Ar.Fr.65, Herod.3.69, LXX Wi.17.2, Plu.2.165e, Luc.Sat.10, etc.: in plural, title of play by Call. Com. (Fr.2 D.).
II at Samos, building in which certain fetters were kept, Plu.2.303e.

German (Pape)

[Seite 541] ὁ, der Gefesselte, Gefangene; Plut. superst. 3; Luc. Cronosol. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui à qui on met souvent les entraves, càd mauvais esclave.
Étymologie: πεδάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδήτης -ου, ὁ [πεδάω] geboeid man.

Russian (Dvoretsky)

πεδήτης: ου ὁ закованный в цепи, пленник Arph. etc.

Greek (Liddell-Scott)

πεδήτης: -ου, ὁ, Παθ., ὁ πεπεδημένος, δεδεσμευμένος, δεσμώτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 720, Πλούτ. 2. 165D, Λουκ. Κρον. 1, κτλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. δέσμιος, δεσμώτης
2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά
3. στον πληθ. Πεδῆται
τίτλος έργου του κωμικού Καλλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα -ήτης (πρβλ. σκηνήτης)].

Greek Monotonic

πεδήτης: -ου, ὁ (πεδάομαι), δεσμώτης, φυλακισμένος, σε Λουκ.

Middle Liddell

πεδήτης, ου, ὁ, [πεδάομαι]
one fettered, a prisoner, Luc.