πεζοναύτης
Greek Monolingual
ο
1. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που χρησιμοποιείται σε ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις και κυρίως σε αποβατικά αγήματα
2. (στους Άγγλους και στους Αμερικανούς) μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου που εκτελεί χρέη φρουρού στο πλοίο και στην ξηρά
3. (ιδίως στον πληθ.) οι πεζοναύτες
δυνάμεις του στρατού ξηράς, ειδικά εκπαιδευμένες για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, σε συνεργασία με το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία, που προορίζονται για την εξουδετέρωση προγεφυρωμάτων κοντά στις ακτές, για την κάλυψη της αποβατικής ενέργειας του όγκου τών επιτιθέμενων δυνάμεων, για την άμυνα θαλάσσιων ακτών και, τέλος, για την ασφάλεια λιμανιών και παράκτιων στόχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ναύτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πεζοναύται, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].