πεπερασμενάκις
English (LSJ)
[ᾰ], a definite number of times, τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα = and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite, Aristotle, Analytica Posteriora 82b32.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστάκις)].
Russian (Dvoretsky)
πεπερασμενάκις: adv. определенное число раз Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πεπερασμενάκις: πεπερασμένως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, 5.