περικλειτός

English (LSJ)

περικλειτή, περικλειτόν, κλείω (B), κλέος) far-famed, Theoc.17.34, AP9.434.3 (Theoc.), Q.S.3.305.

German (Pape)

[Seite 579] rings od. weit gepriesen; Theocr. 17, 34; Qu. Sm. 3, 305 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
célèbre tout alentour, très illustre.
Étymologie: περί, κλειτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.

Russian (Dvoretsky)

περικλειτός: Theocr. = περικλεής.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
περικλεής, ένδοξος, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρικλειτός)].

Greek Monotonic

περικλειτός: -ή, -όν, ολόγυρα ονομαστός, περίφημος, ξακουστός, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περικλειτός: -ή, -όν, (κλείω, κλέος) περικλεής, περίφημος, Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. περικλυτός.

Middle Liddell

περι-κλειτός, ή, όν
famed all round, farfamed, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=περίφημος, ξακουστός). Ἀπό τό περί + κλειτός πού παράγεται ἀπό τό κλέος (=δόξα), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.