περιμαζεύω

Greek Monolingual

1. μαζεύω πράγματα σκόρπια
2. συγκεντρώνω, περισυλλέγω (α. «περμάζωξε την αντρειά, βάλε την δύναμή σου», Ερωτοκριτ.
β. «δεν μπορώ να περιμαζέψω τον νου μου»)
3. συγκρατώ κάποιον από παρεκτροπές, σωφρονίζω κάποιον («πρέπει να περιμαζέψει τα παιδιά του»)
4. περιθάλπω («τον περιμάζεψαν από τον δρόμο»)
5. μέσ. περιμαζεύομαι
συγκρατούμαι, συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου, συμμαζεύομαι, βάζω γνώση («περιμαζέψου, γιατί δεν θα σού βγει σε καλό»)
6. φρ. «περιμαζεύω τη γλώσσα μου» — παύω να μιλώ με αυθάδεια και επιπολαιότητα.