περισοφίζομαι
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 591] überlisten, betrügen, Ar. Av. 1646.
French (Bailly abrégé)
tromper par des sophismes.
Étymologie: περί, σοφίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σοφίζομαι te slim af zijn, bedriegen.
Russian (Dvoretsky)
περισοφίζομαι: опутывать речами, надувать (τινα Arph.).
Greek Monolingual
Α
απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
περισοφίζομαι: ἀποθετ., ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1646.