πετρόκοιτος

English (LSJ)

πετρόκοιτον, with bed of rock, εὐνά Simm.26.18.

German (Pape)

[Seite 606] im Felsen liegend, schlafend, Simmias Ov.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit au milieu des rochers.
Étymologie: πέτρος, κοίτη.

Russian (Dvoretsky)

πετρόκοιτος: находящийся в скалах, скалистый (εὐνή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πετρόκοιτος: -ον, ὁ ἔχων κοίτην ἐκ πετρῶν, εὐνὴ Ἀνθ. Π. 15, 27.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κοιμάται μέσα στις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ορεσίκοιτος].

Greek Monotonic

πετρόκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που έχει πέτρινο κρεβάτι, σε Ανθ.

Middle Liddell

πετρό-κοιτος, ον, κοίτη
with bed of rock, Anth.