πλάνημα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 624] τό, 1) das Irren, der Irrgang; ψυχῆς πλάνημα καὶ ἀνακίνησις φρενῶν, Soph. O. R. 727; τέρμα σῶν πλανημάτων, Aesch. Prom. 830. – 2) übertr., der Irrtum, Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action d'errer;
2 fig. égarement.
Étymologie: πλανάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάνημα -ατος, τό [~ πλανάω] omzwerving:. ψυχῆς π. geestelijke onrust Soph. OT 727.
Russian (Dvoretsky)
πλάνημα: ατος (ᾰν) τό
1 блуждание, скитание Aesch.;
2 спутанность, смятение (ψυχῆς Soph.).
Greek Monolingual
τὸ, Α πλανώμαι
(ποιητ. τ.)
1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ' εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.)
2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.).
Greek Monotonic
πλάνημα: [ᾰ], -ατος, τό, περιπλάνηση, σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνημα: [ᾰ], τό, πλάνη, περιπλάνησις, Αἰσχύλ. Πρ. 828· πλ. ψυχῇς Σοφ. Ο. Τ. 727.