смятение
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Russian > Greek
θόρυβος, πλάνημα, ἰωχμός, ἀγωνία, ἀγωνίη, ταραχή, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω, ἴλιγγος, εἴλιγγος, διατροπή, διαταραχή, στρόβος, ἀλογία, ἀλογίη, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, οἴδημα, ἔκπληξις, σύγχυσις, φυρμός, τάραγμα, ἐπιτάραξις, συνθρόησις, ταραγμός, ἐκτάραξις, κλόνος, τάραξις, κατάπληξις, συνοχή, τύρβη, κυδοιμός, ὅμιλος