πλέκος

English (LSJ)

εος, τό, (πλέκω) wicker-work, Ar.Ach.454, Pax528.

German (Pape)

[Seite 629] τό, das Geflochtene, Geflecht, Flechtwerk, Ar. Ach. 454 frg. 528.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
ouvrage tressé, corbeille.
Étymologie: πλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλέκος -ους, τό [πλέκω] vlechtwerk.

Russian (Dvoretsky)

πλέκος: εος τό плетенка, корзинка Arph.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
πλέκω
καθετί το πλεγμένο, πλέγμα.

Greek Monotonic

πλέκος: -έος, τό (πλέκω), πλεκτό έργο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλέκος: -εος, τό, (πλέκω) πλέκω, ἔργον πλεκτόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 454, Εἰρ. 528.

Middle Liddell

πλέκος, ος, εος, τό, πλέκω
wicker-work, Ar.

English (Woodhouse)

plaited work