πλουτώ
Greek Monolingual
πλουτῶ, -έω, ΝΜΑ πλούτος
είμαι πλούσιος, εύπορος
νεοελλ.
(για το φως) προσδίδω λάμψη, λαμπρότητα («όταν το φως επλούτει τα βουνά και τα κύματα», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω κάτι σε αφθονία
αρχ.
φρ. α) «πλουτῶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων» — πλουτίζω από ξένη περιουσία
β) «πλουτῶ ἀπὸ τῶν κοινῶν» — πλουτίζω από τα χρήματα του δημοσίου
γ) «πλουτῶ πλοῦτον» — αποκτώ πλούτο.