πολυαυξής

English (LSJ)

πολυαυξές, full-grown, strong, large, μόσχος, μαράθον ῥίζα, Nic.Th.73,596 (v.l. πολυαξής, cf. εὐαυξής fin.).

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr gewachsen, groß, Nic. Ther. 73. 597.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαυξής: -ές, ὁ πολὺ ηὐξημένος ἰσχυρός, μέγας, Νικ. Θηρ. 73, 596.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ αυξημένος
2. μεγάλος σε μέγεθοςπολυαυξής μόσχος», Νικ.)
3. ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεοαυξής].