πολυψάμαθος

English (LSJ)

[ψᾰ], ον, very sandy, Id.Supp.870 (leg. πολύψαμμον, lyr.), Opp.C.1.374.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύψαμμος, χῶμα, Aesch. Suppl. 849.

Russian (Dvoretsky)

πολυψάμαθος: (ψᾰ) Aesch. = πολυψαμμος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυψάμᾰθος: -ον, λίαν ἀμμώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 870 (ἔνθα ὁ Bamberger πολύψαμμον, χάριν τοῦ μέτρου)· ἀντὶ τοῦ πολυψάμμους... ἐπὶ ψαμάθους, Ἀνθ. Π. 7. 214, ὁ Ἰακώψιος προτείνει πολυξάντους, πολὺ ὑπὸ τῶν κυμάτων κατεξεσμένας.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ψάμαθος «άμμος» (πρβλ. λεπτοψάμαθος)].