λεπτοψάμαθος

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοψάμᾰθος Medium diacritics: λεπτοψάμαθος Low diacritics: λεπτοψάμαθος Capitals: ΛΕΠΤΟΨΑΜΑΘΟΣ
Transliteration A: leptopsámathos Transliteration B: leptopsamathos Transliteration C: leptopsamathos Beta Code: leptoya/maqos

English (LSJ)

[ψᾰ], ον with fine sand, προστόμια A.Supp.3 (anap.), as Pauw for λεπτομαθῶν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sable fin.
Étymologie: λεπτός, ψάμαθος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοψάμαθος: -ον, ἔχων λεπτὴν ἄμμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 3, κατὰ τὸν Pauw. ἀντὶ -βαφῶν.

Greek Monolingual

λεπτοψάμαθος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτή άμμο («ἀπὸ προστομίων λεπτοψαμάθων Νείλου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + ψάμαθος «λεπτή άμμος» (πρβλ. ευψάμαθος, φιλοψάμαθος)].