πολύαστρος
English (LSJ)
πολύαστρον, with many stars, starry, Διὸς ἕδος E.Ion870 (anap.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux astres nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύαστρος -ον [πολύς, ἀστήρ] met veel sterren.
Russian (Dvoretsky)
πολύαστρος: многозвездный (Διὸς ἕδος Eur.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύαστρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ.
β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον ἕδος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄστρον (πρβλ. έναστρος)].
Greek Monotonic
πολύαστρος: -ον, αυτός που έχει πολλά άστρα, έναστρος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαστρος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστέρας, Εὐρ. Ἴων 870.
Middle Liddell
Translations
starry
Bulgarian: звезден; Catalan: estelat; French: étoilé; Galician: estrelado; German: sternenklar, gestirnt, bestirnt; Greek: έναστρος; Ancient Greek: ἀστέριος, ἀστεροειδής, ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστραῖος, ἀστροειδής, ἀστρῷος, ἔναστρος, πολύαστρος; Icelandic: stjörnubjartur; Ingrian: tähekäs; Irish: réaltach, réaltógach; Italian: stellato; Latin: stellatus, sidereus; Macedonian: ѕвезден; Old English: āstierred; Polish: gwieździsty, gwiaździsty, gwiezdny, rozgwieżdżony; Portuguese: estrelado; Romanian: înstelat; Russian: звёздный; Spanish: estrellado, estelífero, astrífero; Turkish: yıldızlı; Welsh: serennog, serog