πολύκλειτος

English (LSJ)

η, ον, (κλείω B) far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.

German (Pape)

[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλειτος: весьма славный, прославленный (γένος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.

English (Slater)

πολύκλειτος of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.

Spanish

que tiene gran fama

Greek Monolingual

-η, -ο, Α
διάσημος, ονομαστός («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλειτός (Ι) «φημισμένος» (πρβλ. πάγκλειτος)].

Greek Monotonic

πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, περιβόητος, διακεκριμένος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πολύ-κλειτος, η, ον
far-famed, Pind.

Léxico de magia

-ον que tiene gran fama de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, ..., παιωνία, προμηθική, πολυκλείτη a ti te suplico, astuta y arrogante, sanadora, previsora, que tienes gran fama P IV 2268