ποντίκι
Greek Monolingual
το, Ν
1. ζωολ. μικρό τρωκτικό, ο ποντικός
2. ο μυς του σώματος, μυώνας
3. (πληροφ.) μικρή συσκευή της οποίας η μετακίνηση με το χέρι πάνω σε μια επιφάνεια προκαλεί αντίστοιχη μετακίνηση ενός φωτεινού σημείου της οθόνης του ηλεκτρονικού υπολογιστή
4. παροιμ. «όταν λείπει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια» — όταν απουσιάζει η αρχή, η εξουσία, οι υφιστάμενοι κάνουν ό,τι θέλουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντίκι-ον, υποκορ. του ποντικός].