πορνότριψ

English (LSJ)

-ιβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Phryn. 389, Thom.Mag. p. 291R.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, = πορνοκόπος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πορνότριψ: ῐβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Συνέσ. 178Β, κτλ.· ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παλαιοτέρα λέξις, «πορνοκόπος Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, πορνότριψ, ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. οἰκότριψ, παιδότριψ.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ Α
αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδότριψ, σκευότριψ].