ποτιστήρι

Greek Monolingual

το / ποτιστήριον, ΝΜΑ
1. μέρος όπου γίνεται το πότισμα τών ζώων
2. μέσο ή όργανο που χρησιμοποιείται για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
1. κυλινδρικό μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο που προορίζεται για το πότισμα ή το κατάβρεγμα τών λαχανικών και τών λουλουδιών
2. αυλάκι που σχηματίζεται με απλή εκσκαφή του εδάφους και διά μέσου του οποίου διοχετεύεται νερό για άρδευση
αρχ.
τόπος όπου πωλούσαν έτοιμα φαγητά και κυρίως ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τήρι(ον), πρβλ. βασανιστήριον].