προγενέστερος
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus âgé, plus ancien.
Étymologie: Cp. de προγενής.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ο / προγενέστερος, -τέρα, -ον, ΝΑ προγενής
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροι
οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι
νεοελλ.
1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και σύγχρονος) αυτός που υπήρξε ή συνέβη πριν από κάποιον («όλα αυτά ίσχυαν σε προγενέστερες εποχές»)
2. αυτός που προηγήθηκε, ο προηγούμενος («το ανέφερα σε προγενέστερη επιστολή»)
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε πρωτύτερα, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, πρεσβύτερος («τίνα χρειὼ τόσον ἵκει ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;», Ομ. Οδ.)
2. (το υπερθ.) προγενέστατος, -άτη, -ον
αυτός που γεννήθηκε πρώτος από όλους, πρεσβύτατος.
επίρρ...
προγενεστέρως ΝΑ και προγενέστερα Ν
πριν από κάποιον άλλο, προηγούμένως, πρωτύτερα.