προδιάθεση

Greek Monolingual

η / προδιάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ προδιατίθημι
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προδιαθέτω
2. φυσική κλίση, έμφυτη ικανότητα ενός ατόμου για κάτιμουσική προδιάθεση»)
νεοελλ.
φυσική ή επίκτητη κατάσταση του οργανισμού που τον κάνει επιρρεπή σε σωματική ή ψυχική ασθένεια (α. «φυματική προδιάθεση» β. «εγκληματική προδιάθεση»)
αρχ.
προηγούμενη κατάσταση ή διάθεση.