προδιίστημι
English (LSJ)
A dilate previously, Antyll. ap. Orib.6.10.14:—Pass., Sor.1.65.
II Pass., fall into discord beforehand, πρό τινος J.BJ4.3.2.
III pf. part. Pass. -διεσταμένος fixed, determined beforehand, PRein.7.11(ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 716] (s. ἵστημι), vorher aus einander stellen, trennen, u. in den intr. tempp. vorher aus einander treten, sich trennen, Sp.
Greek Monolingual
Α
1. εκτείνω, διαστέλλω προηγουμένως
2. παθ. προδιίσταμαι
α) σπέρνω τη διχόνοια («προδιέστη τὸ κατά χώραν πλῆθος», Ιώσ.)
β) διίσταμαι, διαφωνώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) προδιεστάμενος, -ένη, -ον
αυτός που έχει καθοριστεί, που έχει αποφασιστεί εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διίστημι «διακρίνω, διαχωρίζομαι»].