διίσταμαι

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

(AM διίστημι, Α και διίσταμαι) ίστημι
1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι
2. διαφωνώ, φιλονικώ
μσν.
κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω
2. διακρίνω, διαστέλλω
3. εμφυσώ, φουσκώνω
II. (ενεργ. αμτβ.)
1. σταματώ
2. μετακινώ
III. (συν. παθ.)
1. στέκομαι με ανοιχτά πόδια
2. διαχωρίζομαι μετά τη μάχη
3. (για στρατό) αποσύρομαι
4. είμαι διαφορετικός
5. στέκομαι σε διαστήματα
6. αποσύρομαι στην περιοχή μου, συμβιβάζομαι
IV. (μέσ. συχνά ως μτβ.)
1. διαχωρίζω, αποχωρίζω
2. αντιπαραβάλλω
3. (για αράχνη) εξαπλώνω, επεκτείνω.