διίσταμαι
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
Greek Monolingual
(AM διίστημι, Α και διίσταμαι) ίστημι
1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι
2. διαφωνώ, φιλονικώ
μσν.
κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω
2. διακρίνω, διαστέλλω
3. εμφυσώ, φουσκώνω
II. (ενεργ. αμτβ.)
1. σταματώ
2. μετακινώ
III. (συν. παθ.)
1. στέκομαι με ανοιχτά πόδια
2. διαχωρίζομαι μετά τη μάχη
3. (για στρατό) αποσύρομαι
4. είμαι διαφορετικός
5. στέκομαι σε διαστήματα
6. αποσύρομαι στην περιοχή μου, συμβιβάζομαι
IV. (μέσ. συχνά ως μτβ.)
1. διαχωρίζω, αποχωρίζω
2. αντιπαραβάλλω
3. (για αράχνη) εξαπλώνω, επεκτείνω.