προειδοποιητικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με σκοπό να προειδοποιήσει («προειδοποιητική ανακοίνωση»)
2. φρ. «προειδοποιητική συμπεριφορά»
ζωολ. η χρήση, από έναν οργανισμό, βιολογικών χρωστικών που τον καθιστούν πολύ ορατό, σε σύγκριση με το περιβάλλον, γεγονός που παρέχει στους άλλους οργανισμούς πληροφορίες για τη θέση, την ταυτότητα και τις κινήσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στην εφημερίδα Αθηνά].