προσεγείρω

English (LSJ)

A lift up, στέρνον Philostr.Gym.35.
II stimulate, excite, αὐλῷ τινα ib.55, cf. VS2.9.2; cf. προσεγρήγορα.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐγείρω
μσν.
μέσ. προσεγείρομαι
σηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιον και του παραχωρώ τη θέση μου
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω («προσεγείρειν στέρνον», Φιλόστρ.)
2. διεγείρω, ερεθίζω, παροξύνω.

Russian (Dvoretsky)

προσεγείρω: (pf. προσεγρήγορα) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.).