προσκαταγιγνώσκω
English (LSJ)
A condemn besides, Antipho 3.3.4 (Pass.).
II adjudge, award to, αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32.
German (Pape)
[Seite 767] (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurteilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, ὅστις αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.
French (Bailly abrégé)
1 condamner en outre;
2 adjuger.
Étymologie: πρός, καταγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
προσκαταγιγνώσκω: присуждать (τινί τι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκαταγιγνώσκω: καταγιγνώσκω, καταδικάζω, Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.
Greek Monolingual
Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].
Greek Monotonic
προσκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
I. καταδικάζω, σε Αντιφών.
II. επιδικάζω, τί τινι, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. -γνώσομαι
I. to condemn besides, Antipho.
II. to award to, τί τινι Dem.