προσκυνητάρι
Greek Monolingual
το / προσκυνητάριον, ΝΜ
βιβλίο το οποίο περιέχει περιγραφές ιερών προσκυνημάτων («το προσκυνητάρι του Αγίου Τάφου»)
νεοελλ.
1. εκκλ. έπιπλο ορθόδοξου ναού σε σχήμα αναλογίου, μαρμάρινο, ξυλόγλυπτο ή μεταλλικό, με ή χωρίς κιβώριο, μπροστά στο τέμπλο ή δίπλα στην είσοδο, πάνω στο οποίο τοποθετείται για προσκύνηση το Ευαγγέλιο ή εικόνα της εορτής ή τών εορταζόμενων αγίων ή του αγίου προς τιμήν του οποίου ιδρύθηκε ο ναός
2. έπιπλο τών καθολικών εκκλησιών στο οποίο γονατίζουν οι πιστοί κατά την προσευχή τους
3. τόπος όπου γίνεται η προσκύνηση, προσκυνητήριο
4. μικρό κτίσμα από πέτρα ή τούβλα στο πλάι του δρόμου, στο οποίο τοποθετείται η εικόνα αγίου του οποίου η εκκλησία βρίσκεται εκεί κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνητός, ρηματ. επίθ. του προσκυνῶ + κατάλ. -αρι(ον) (< λατ. κατάλ. -arium), πρβλ. ευλογητ-άρι(ον)].