προτιμώ

Greek Monolingual

προτιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α τιμῶ
τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή του αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. μού αρέσει κάτι περισσότερο από κάτι άλλο («προτιμά να παίζει παρά να μελετά»)
2. επιλέγω («τί προτιμάτε;»)
αρχ.
1. εκτιμώ περισσότερο κάτι επειδή το θεωρώ πιο άξιο («οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω μόρον ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον», Αισχύλ.)
2. επιθυμώ κάτι περισσότερο από κάτι άλλο ή επιθυμώ κάτι πάρα πολύ (α. «προτιμέοντες καθαροὶ εἶναι ἤ εὐπρεπέστεροι», Ηρόδ.
β. «τὸν ἄν ἐγὼ πᾱσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν», Ηρόδ.)
3. φροντίζω, σκέπτομαι για κάτι («μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ' ὑλαγμάτων», Αισχύλ.)
4. παθ. προτιμῶμαι, -άομαι
θεωρούμαι ανώτερος
5. φρ. α) «προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν» — επιλέγομαι ως μελλοντικό θύμα
β) «προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινά» — προκρίνομαι δημόσια.