πρωτοβουλία

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να ενεργεί κανείς με δική του θέληση, απόφαση οφειλόμενη αποκλειστικά στην ελεύθερη κρίση και θέληση του προσώπου που ενεργεί («ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία»)
2. η αρχική έμπνευση και ενέργεια για την επιτέλεση ενός έργου («σ' αυτόν ανήκει η πρωτοβουλία για την ίδρυση του σωματείου μας»)
3. στρ. η ικανότητα ενός διοικητή να παίρνει αποφάσεις μέσα στα πλαίσια τών διαταγών που έχει ήδη λάβει από τους ανωτέρους του
4. φρ. «έχω την πρωτοβουλία τών κινήσεων» — διαδραματίζω τον κύριο ρόλο στην εξέλιξη μιας διαδικασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος + βουλή. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ἑλληνογαλλικόν του Αγγ. Βλάχου].