πρόσταξη
Greek Monolingual
η / πρόσταξις, -άξεως, ΝΜΑ προστάσσω
διαταγή, προσταγή
αρχ.
1. πρόσθετη τοποθέτηση ενός πράγματος σε ένα άλλο
2. τοποθέτηση πρόσθετων στρατευμάτων στη φάλαγγα
3. φρ. α) «πρόσταξιν ποιοῦμαι»
α) προστάζω
β) (στην Αθήνα) απαιτώ ορισμένο αριθμό πλοίων από τις συμμαχικές πόλεις
β) «τὴν πρόσταξιν ποιοῦμαι»
(στην Αθήνα) καθορίζω τον αριθμό τών πλοίων που πρόκειται να ναυπηγηθούν από καθεμιά από τις συμμαχικές πόλεις
γ) «ἄτιμοι κατὰ προστάξεις»
(στο αττ. δικ.) ποινή που συνεπαγόταν μερική ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων τών πολιτών
δ) «ἐκ προστάξεως» — κατόπιν διαταγής.