πρόσταξις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A posting of additional troops on the wings of a phalanx, Ael.Tact.24.3, Arr.Tact.20.3.
II ordinance, command, Pl.Lg.631d (pl.), 673c; προστάξεις προστάττοντες ἀνίσους ib.761e; τινὶ τὴν πρόσταξιν ποιεῖσθαι to command him, Arist.Top.103a35, cf. Lys.2.1; ἐκ προστάξεως τοῦ κυρίου μου κτλ. POxy.1204.7 (iii A. D.), cf. 1252r.19 (iii A. D.); requisition, τὴν π. ταῖς πόλεσιν ἑκατὸν νεῶν τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο Th.8.3.
III at Athens, ἄτιμοι κατὰ προστάξεις citizens deprived of their rights in certain specified particulars (opp. παντάπασιν ἄτιμοι), And.1.75.

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Hinzuordnen, Hinzustellen, die Verordnung, was aufgelegt wird, Λακεδαιμόνιοι τὴν πρόσταξν ταῖς πόλεσιν ἑκατὸν νεῶν τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο, sie legten ihnen hundert Schiffe zu bauen auf, Thuc. 8, 3; der Befehl, προστάξεις προστάττοντες ἀνίσους, Plat. Legg. VI, 761 e; τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἶναι διακελευστέον, I, 631 d; Ctes. 45. – Bei den Attikern auch Bestrafung eines Bürgers durch Entziehung einzelner Bürgerrechte, z. B. eine Klage anstellen zu dürfen, Andoc. 1, 75.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
injonction, ordre ; πρόσταξιν ποιεῖσθαι THC donner un ordre.
Étymologie: προστάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσταξις -εως, ἡ [προστάσσω] bevel, gezag:; τὴν πρόσταξιν ταῖς πόλεσιν... τῆς ναυπηγίας ἐποιοῦντο zij gaven de steden bevel tot het bouwen van schepen Thuc. 8.3.2; in Athene. ἄτιμοι... κατὰ προστάξεις van burgerrecht verstoken op specifiek bevel And. 1.75; ἡ... πατρικὴ πρόσταξις het vaderlijk gezag Aristot. EN 1180a19.

Russian (Dvoretsky)

πρόσταξις: εως ἡ приказ(ание), предписание Lys., Plat., Arst.: τὴν πρόσταξίν τινί τινος ποιεῖσθαι Thuc. предписать кому-л. что-л.

Greek Monotonic

πρόσταξις: ἡ (προστάσσω),
I. τακτοποίηση, διάταξη, διαταγή, σε Πλάτ.
II. υπολογισμός, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσταξις: ἡ, τακτοποίησις, διάταξις, Αἰλ. Τακτ. 31, Σουΐδ. ΙΙ. προσταγή, πρόσταγμα, Πλάτ. Νόμ. 673C, 761Ε· πρόσταξιν ποιεῖσθαί τινι, - προστάσσειν τινί, Ἀριστ. Τοπ. 1. 8, 5, πρβλ. Λυσί. 190. 22· - ἀλλ’ ὡσαύτως, πρ. ποιοῦμαι, προσδιορίζω τὸν ἀριθμὸν τῶν ναυπηγηθησομένων πλοίων ὑφ’ ἑκάστης πόλεως, Θουκ. 8. 3. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἄτιμοι κατὰ προστάξεις, πολῖται ὧν ἀφῃρέθησαν τὰ πολιτικὰ δικαιώματα ἔν τισιν ὡρισμέναις περιστάσεσιν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παντάπασιν ἄτιμοι), Ἀνδοκ. 10. 25 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 631D.

Middle Liddell

προστάσσω
I. an ordaining, an ordinance, command, Plat.
II. an assessment, Thuc.

English (Woodhouse)

fixing of the amount

Lexicon Thucydideum

mandatum, order, command, 8.3.2.