πρόσφυσις
English (LSJ)
-εως, Ion. -ιος, ἡ, (προσφύομαι)
A growing to: clinging to, of a rider, ἰσχυροτέρα πρόσφυσις a firmer seat, X.Eq.1.11; of vine to tree, D.H.19.2.
II ongrowth, attachment or point of attachment, e.g. of the legs to the body, Diog.Apoll.6, Hp.Art.45; of the diaphragm to the spine, τῶν φρενῶν ibid.; of the navel in embryos, Arist.GA 745b24; of the caudal vertebrae in birds, Id.IA710a4; of flowers to spray, leaves to stem, Thphr. HP 3.16.4,al., 1.10.8, al.: freq. in Arist. of all after or adventitious growths which do not form part of the organism, ἓν γενέσθαι.. προσφύσει Ph.227a17; ἡ τοῦ ᾠοῦ πρόσφυσις GA 754b12; of zoöphytes, HA548b8; assimilation, τῆς τροφῆς Pr.866b21 (prop., adhesion of food to tissues, Gal.Nat.Fac.1.11, 3.1); in trees, growth of new wood, Thphr. HP 9.2.6; of a fungus, Id.Fr.168.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, das Anwachsen, auch der Ort der Vereinigung, Theophr.; das Festdaranhasten, ἰσχυροτέραν τὴν πρόσφυσιν παρέχεται Xen. equit. 1, 11, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφῠσις: ἡ, (προσφύομαι) τὸ προσφύεσθαί τινι, τὸ σταθερῶς ἔχεσθαί τινος, οἷον ὁ ἱππεὺς ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 11. ΙΙ. ἐπίφυσις, προσκόλλησις, π.χ. τοῦ διαφράγματος ἐπὶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810· ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ ἐν τοῖς ἐμβρύοις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 1· - συχν. παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ πάσης ἐξωτερικῆς ἢ μετέπειτα γινομένης αὐξήσεως, ἀντίθετον τῷ σύμφυσις (ὁμογέννητος, ἐγγενὴς αὔξησις, ἴδε προσφύω ΙΙ. 1), ἓν γενέσθαι... προσφύσει Φυσ. 5. 3, 7· ἡ τοῦ ᾠοῦ πρ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 5· ἐπὶ ζωοφύτων, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 8· ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῆς τροφῆς, Προβλ. 2. 3.
Russian (Dvoretsky)
πρόσφῠσις: εως ἡ
1 приращение, сращение Arst.;
2 проникновение, усвоение (ἡ π. τῆς τροφῆς πρὸς αἷμα Arst.);
3 прилегание, прижатие (ἰσχυροτέραν πρόσφυσιν παρέχεσθαι Xen.);
4 место прикрепления или сращения (ἡ τοῦ ᾠοῦ π. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσφυσις -εως, ἡ [προσφύω] verbinding, verbindingspunt:. αἱ δὲ εἰς τὰ σκέλη τείνουσαι σχίζονται κατὰ τὴν πρόσφυσιν de (aderen) die naar de benen lopen splitsen zich bij het verbindingspunt (van de benen aan de romp) Diog. Apoll. B 6. zwelling. Hp.