ἐπίφυσις
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A ongrowth, excrescence, ἐ. βλεφάρων, = σῦκον II, Hp.Epid.3.7 (pl.); ἐ. σαρκός, of flesh covering the bone, Id.Fract.4; χονδρίων -φύσιες Id.Art.45; ἡ ἐ. τοῦ δέρματος, such as fishes' scales, Mnesith. ap. Ath.8.357c.
2 Anat., epiphysis, Hp.Art.27, Fract. 12; opp. ἀπόφυσις (q.v.), Gal.2.733.
3 growth, -φυσιν λαμβάνειν Thphr. HP 1.1.2: metaph., accretion, Ph.1.667; λογικῆς φύσεως ib. 636(pl.).
German (Pape)
[Seite 1001] ἡ, der Zuwuchs, Ansatz, Theophr.; δέρματος Ath. VIII, 357 c; ὀστέων, Medic. u. a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφῠσις: -εως, ἡ, (ἐπιφύω) ἔκφυσις ἐπὶ τοῦ δέρματος ἢ ἄλλου μέρους τοῦ σώματος, σάρκωμα, ἐπ. βλεφάρων = σῦκον ΙΙ, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ', 1085· ἐπ. σαρκός, ἐπὶ σαρκὸς καλυπτούσης τὸ ὀστοῦν, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 752· χονδρίου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 810· ἡ ἐπ. τοῦ δέρματος, οἷαι αἱ τῶν ἰχθύων λεπίδες, Ἀθήν. 357C. 2) ἐπίφυσις ἐπὶ τοῦ ἄκρου τοῦ ὀστοῦ χρησιμεύουσα πρὸς τὴν ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796· διακρινόμενον ἀπὸ τῆς λεγομένης ἀποφύσεως, καθ’ ὅσον κατὰ τὴν νεαρὰν ἡλικίαν εἶναι ἴδιον μικρὸν ὀστοῦν συνδεόμενον μετὰ τοῦ μεγάλου διὰ χόνδρου, ἐνῷ κατὰ τὴν ἀκμαίαν ἡλικίαν τὰ δύο συγχωνεύονται εἰς ἓν συνεχὲς ὀστοῦν.