πυρίχρως

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, fire-coloured, ὄψις Alcid. ap. Arist.Rh. 1406a2.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, ἡ, feuerfarbig, Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ωτος ; acc. ων (ὁ, ἡ)
qui a la couleur du feu.
Étymologie: πῦρ, χρώς.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίχρως: ωτος adj. огненно-красный: π. τὴν ὄψιν Alcidamas ap. Arst. багроволикий.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα πύρινον, Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 1.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ
αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδόχρως].

Greek Monotonic

πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, δηλ. πύρινο χρώμα, σε Αλκιδάμ. παρά Αριστ.

Middle Liddell

πῠρί-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,
fire-coloured, Alcidam. ap. Arist.