πυρείο

Greek Monolingual

πυρείο, το / πυρεῖον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α
νεοελλ.
τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο του οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο
μσν.-αρχ.
1. (στον εν. αλλά και στον πληθ.) κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το μαγκάλι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ πυρεῖα
τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το άλλο ωσότου ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μνημείον)].