πυροειδής

English (LSJ)

πυροειδές, fiery, Pl.Lg. 895c, Arist.GC330b24; φύσεις Epicur.Ep.2p.39U.; of the planet Mars, Eudox.Ars 5.13. Adv. πυροειδῶς Placit.2.13.9 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 823] ές, feuerähnlich; Plat. Legg. X, 795 c; Arist. u. A. ές, weizenähnlich, Sp.

Russian (Dvoretsky)

πῠροειδής: огнеподобный Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πῦρ, πυρώδης, Πλάτ. Νόμ. 895C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 888Ε.

Spanish

de ígneo aspecto

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με φωτιά, πυρώδης
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ Πυροειδής
ο πλανήτης Αρης
αρχ.
μτφ. (για λόγο) καυστικός, δηκτικός.
επίρρ...
πυροειδῶς ΜΑ
με πυροειδή τρόπο, όμοια με φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυροειδής -ές [πῦρ, εἶδος] als vuur, vurig.

Léxico de magia

-ές de ígneo aspecto del círculo solar δεῦρό μοι, ... ὁ ἄγγελος τοῦ ἁγίου φέγγους, ὁ κύκλος ὁ πυροειδής ven a mí, el ángel de la sagrada luz, el círculo de ígneo aspecto P III 141