πυροτεχνουργός

Greek Monolingual

ο, Ν
(χημ. τεχνολ. στρ.) α) ειδικευμένος τεχνίτης της χημικής βιομηχανίας που ασχολείται με την παρασκευή, συντήρηση και χρησιμοποίηση πυροτεχνικών σκευασμάτων, ενώ στη βιομηχανία πυρομαχικών ο ίδιος τεχνίτης φροντίζει για τη γόμωση τών βλημάτων με εκρηκτική ύλη
β) ο τεχνικός του στρατού ή τών σωμάτων ασφαλείας που αναλαμβάνει την εξουδετέρωση και απογόμωση εκρηκτικών μηχανισμών ή πυρομαχικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + τεχνουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς].