πωμαρίτισσα
Greek Monolingual
πωμαρίτης, ὁ, θηλ. πωμαρίτισσα, Α
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωμάριον «κήπος, περιβόλι» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης)].
πωμαρίτης, ὁ, θηλ. πωμαρίτισσα, Α
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωμάριον «κήπος, περιβόλι» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης)].