πύρριχος

English (LSJ)

Dor. for πυρρός, red, ταῦρος ὁ π. Theoc.4.20.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
rougeâtre.
Étymologie: πυρρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύρριχος -ον [πυρρός] rossig, rood.

German (Pape)

dor. = πυρρός; ταῦρος, Theocr. 4.20; Andere erklären es, wie Arist. H.A. 3.21, 8.7, πύρριχα πρόβατα, πύρριχαι βοῦς, für epirotisch, vom Könige Pyrrhus, dah. v.l. πυρρικός.

Russian (Dvoretsky)

πύρρῐχος: v.l. πυρρίχος 3 гнедой, рыжий (ταῦρος Theocr.) или Пирров, т. е. эпирский (πρόβατα Arst.).

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(δωρ. τ.) ο πυρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα -ιχος (πρβλ. μείλιχος)].

Greek Monotonic

πύρρῐχος: -η, -ο, Δωρ. αντί πυρρός, κόκκινος, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πύρριχος: -η, -ον, Αἰολ. καὶ Δωρικ. ἀντὶ πυρρός, Θεόκρ. 4. 20· ἀλλὰ ἴδε Πυρρικός· - πρὸς τὸ πύρριχος παραβάλλεται τὸ ὁσσίχος ἐκ τοῦ ὅσσος, ἀλλὰ τότε ὁ τονισμὸς θὰ ἦτο πυρρίχος.

Middle Liddell

πύρρῐχος, η, ον [doric for πυρρός
red, Theocr.